Αύγουστο μήνα γυναίκα μου δε σε ξέρω

Αύγουστο μήνα γυναίκα μουΈρωτες και ερωτοτροπίες… Ένα ξεκαρδιστικό «αντιμυθιστόρημα» που διαβάζεται με απόλαυση από κάθε τύπου αναγνώστη.
Ένα τουριστικό θέρετρο στον κόλπο της Νάπολης. Μια ομάδα από παραθεριστές που διψούν για διασκέδαση. Μια πανσιόν όπου το φαγητό δεν είναι κι άριστο. Έρωτες και ερωτοτροπίες. Ένα ναυάγιο. Ένας εγγλέζος καπετάνιος που -τι λάθος!- αντί να εφοδιάσει το πλήρωμα και του επιβάτες με σωσίβια, τους εφοδιάζει με ζώνες αγνότητας των οποίων, ακολούθως, χάνει τα κλειδιά. Τι παραπάνω χρειάζεται για να ακολουθήσει μια σειρά από συνταρακτικά γεγονότα -το ένα πιο ξεκαρδιστικό από το άλλο;

Αύγουστο μήνα γυναίκα μου δε σε ξέρω / Ακίλε Καμπανίλε, Αθήνα : Αστάρτη, 1988, 201σ. ; 20εκ.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Ακίλε Καμπανίλε γεννήθηκε στην Ρώμη στις 28 Σεπτεμβρίου 1899. Έγραψε μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, άρθρα και τηλεοπτικές κριτικές και έγινε γνωστός από το σουρρεαλιστικό του χιούμορ και τα λογοπαίγνια του. Πέθανε στο Lariano στις 4 Ιανουαρίου 1977.

«Κάποτε ξέμεινα από χρήματα. Πήγα στην τράπεζα, και λέω στον υπάλληλο: “Μπορείτε να μου δανείσετε εκατό χιλιάδες λιρέτες;” “Πλάκα μού κάνετε”, μου είπε εκείνος. Τότε συνειδητοποίησα πως είμαι χιουμορίστας».

Κάπως έτσι μιλάει για τον εαυτό του ο Καμπανίλε, αλλά δεν ξέρουμε αν το περιστατικό είναι αληθινό ή αν (πράγμα πιθανότερο) το κατέβασε από το μυαλό του. Πιο κοντά στην πραγματικότητα μοιάζει μια άλλη ιστορία, αυτή που θέλει τον Καμπανίλε, πρώην υπάλληλο υπουργείου και φρέσκο υπό δοκιμήν χρονογράφο, να σχολιάζει την περίπτωση μιας χήρας που, πηγαίνοντας κάθε μέρα λουλούδια στον τάφο του συζύγου της, βρίσκεται κάποτε νεκρή πάνω στο μάρμαρο – κι ο Καμπανίλε να αποδίδει το γεγονός με χιουμοριστικό, και ανίερο, τρόπο. Ο αρχισυντάκτης του δεν ήξερε αν έχει να κάνει με ένα ιδιοφυές ταλέντο ή με κάποιον ανισόρροπο. Του έδωσε πάντως την ευκαιρία να συνεχίσει. Και μάλλον η ιστορία τον δικαίωσε.

Ο ιδιόμορφος αυτός συγγραφέας, που, παρά την αποδοχή του από το ευρύ κοινό και την πρώιμη στήριξη σπουδαίων συμπατριωτών και ομοτέχνων του όπως οι νομπελίστες Λουίτζι Πιραντέλλο και Εουτζένιο Μοντάλε, συνάντησε την αδιαφορία ή και την απόρριψη των κριτικών της εποχής του, οφείλει την “επανανακάλυψη” και την “αποκατάστασή” του σε διανοητές της δεκαετίας του ’70, οι οποίοι εστίασαν στην υπερρεαλιστική του φλέβα και είδαν στο πρόσωπό του έναν πρόδρομο του Ιονέσκο. Και ο πολύς Ουμπέρτο Έκο, στα δοκίμιά του «Έξι περιπλανήσεις στο δάσος της αφήγησης», τον χαρακτήρισε “άφθαστο κωμικό συγγραφέα”.

Τι να κράτησε απ’ όλα αυτά ο Καμπανίλε; Παρ’ όλα του τα παράπονα για τη μη αποδοχή της δουλειάς του από τους ομοτέχνους (παράπονα που αποτυπώνονται έμμεσα ή άμεσα σε πολλά του έργα), αρνήθηκε να ενταχθεί σε σχήματα. Ο ιταλός κύριος που κυκλοφορούσε στα νιάτα του με μονόκλ και ρολόι τσέπης με καδένα, ενώ στο γήρας του με τη μακριά γενειάδα ενός γκουρού, εξακολούθησε ανεπηρέαστος τη δουλειά του: να γράφει ακαταπαύστως – μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, σενάρια για το σινεμά, αλλά και χρονογραφήματα, επιφυλλίδες, ακόμα και τηλεοπτική κριτική για κάποια περίοδο. Άλλωστε, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος στο παρόν μυθιστόρημα, «το χιούμορ είναι μια σειρά εκδικήσεων που παίρνει ένας πνευματώδης άνθρωπος».

Και πράγματι, σε ολόκληρο το έργο του διακρίνει κανείς μια συστηματική παρακολούθηση, αποτύπωση και διακωμώδηση των ανθρώπινων συμπεριφορών. Ο έρωτας και τα εμπόδιά του, οι συμβάσεις του συζυγικού και οικογενειακού βίου, οι κοινωνικές εκδηλώσεις, το θολό τοπίο της συγγραφικής συντεχνίας, οι παρωδίες λογοτεχνικών έργων ή παραθεμάτων, ακόμα και θέματα ταμπού, όπως ο θάνατος. Ζευγάρια που κάνουν τη γαμήλια δεξίωσή τους μαζί και μπερδεύονται τελικά μεταξύ τους• ατσαλάκωτες οικογενειακές ζωές που κρύβουν εντάσεις μεγάλες• ομαδικές παρακρούσεις (όπως το ποδόσφαιρο) που διακωμωδούνται• ακόμα και η γελοιογράφηση του θανάτου και των αντιδράσεων που προκαλεί, στην περίπτωση ενός παραγνωρισμένου συγγραφέα που τη φέρνει σε όλους όταν νεκρανασταίνεται. Κι όλα τούτα με εμμονή στην παραδοξολογία, με μια γλώσσα που, παρότι πολύ επεξεργασμένη και ίσως παλιομοδίτικη, ο Καμπανίλε δεν διστάζει να την εξωθήσει στα όριά της με ασταμάτητα λογοπαίγνια, και να τη συμπυκνώσει, ενίοτε, σε αλλόκοτους και απρόσμενους αφορισμούς. (Πηγή)

  • Σχετικά με το άρθρο
2013 © Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας