Μια Ελλάδα που χάθηκε

φερμουρ χωρικός ρουμελης

Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ πρωτοσυνάντησε Σαρακατσάνους στο ταξίδι που έκανε πεζός από την Ολλανδία προς την Κωνσταντινούπολη. Το 1935 διέσχιζε τη Βουλγαρία, όταν είδε καλύβες όμοιες με κυψέλες, «στάνες φτιαγμένεςαπό χαμόκλαδα σκαρφάλωναν τις πράσινες πλαγιές και χιλιάδες πυκνόμαλλα μαύρα γίδια και πρόβατα έβοσκαν στο βροχερό τοπίο, ενώ τα βαριά μπρούντζινα κουδούνια τους γέμιζαν τον αέρα με το πολύφωνο και αρμονικό τους αλαλητό». Επέστρεψε στην περιοχή και περπάτησε την Ελλάδα απ΄ άκρου εις άκρον με την ιδιότητα του περιηγητή. Κράτησε σημειώσεις, διάβασε την Ιστορία του τόπου, βυθίστηκε στη μυθολογία, ανέτρεξε στην Ορθοδοξία, προκειμένου να καταλάβει τους ανθρώπους που κατοικούν. Ο τόμος Ρούμελη- Οδοιπορικό στη Βόρεια Ελλάδασυγκεντρώνει οκτώ περιηγητικά κείμενα, τα οποία εκδόθηκαν για πρώτη φορά πριν από 28 χρόνια, και κυκλοφορεί ξανά τώρα με ελάχιστες συμπληρώσεις. Οι εικόνες τα λένε όλα: ο Πάτρικ Λη Φέρμορ έζησε σε πολλές Ελλάδες. «Το χρονικό των ταξιδιών, που έγιναν εδώ και πολλά χρόνια και ξεκίνησαν όλα από ενδόμυχα προσωπικά κίνητρα, θα ήταν ένας απατηλός οδηγός. Ανετα πούλμαν έχουν αντικαταστήσει τώρα τα σαραβαλιασμένα επαρχιακά λεωφορεία, μεγάλοι δημόσιοι δρόμοι διασχίζουν την καρδιά μακρινών χωριών και πλήθος ξενοδοχεία έχουν ξεφυτρώσει. Μοναστήρια και αρχαίοι ναοί όπου, χθες σχεδόν, έφτανες μόνον ύστερα από μια ασυντρόφευτη κουραστική αναρρίχηση, είναι τώρα σύντομοι σταθμοί ενός εξαίρετα οργανωμένου και άκοπου μαζικού τουρισμού». Το πρώτο τμήμα του βιβλίου «Οι μαύροι αποδημητές» αναφέρεται στην τυχαία συνάντηση του συγγραφέα με έναν Σαρακατσάνο στη Αλεξανδρούπολη. Ουσιαστικά τον ακολούθησε προσπαθώντας να πιάσει κουβέντα μαζί του. Τα κατάφερε κερδίζοντας ταυτόχρονα μια πρόσκληση σε γάμο. Για κάτι τέτοια έκανε τα ταξίδια του, για εξαιρετικές περιπτώσεις. Ξεκινά για το δάσος, δύο ώρες απόσταση, για να βρεθεί μπροστά σε ανθρώπους τραχείς που του φέρνουν δέος. Ο γαμπρός γλεντάει με τους φίλους του, πίνει, χορεύει, κάνει αστεία, και η νύφη κάθεται σαν άγαλμα σε μια καλύβα. Ακίνητη, ανάμεσα στις φίλες της, όπως απαιτεί το έθιμο. Μπορεί να μείνει στην ίδια θέση για ημέρες, όπως θα μάθει αργότερα ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, διαβάζοντας τις λαογραφικές έρευνες της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Το κείμενο δεν είναι μια απλή αφήγηση όσων βλέπει εκείνη την ώρα. Αφομοιώνει και τις πληροφορίες από τη σχετική βιβλιογραφία.

Ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να ομορφύνει τις αναμνήσεις του. Προσπαθεί να είναι ειλικρινής και συνεπής απέναντι στον δικό του πολιτισμό. Λέει λοιπόν ότι οι Σαρακατσάνες δεν επιτρέπεται να βγάλουν τα ρούχα τους. Δεν τα βγάζουν ούτε μπροστά στον σύζυγο. «Οι γυναίκες δεν γδύνονται ποτέ, κάθε ξεγύμνωμα είναι αμαρτία, και φαίνεται πως υπάρχει κάποια αλήθεια στις φήμες που κυκλοφορούν στα χωριά ότι ποτέ τους δεν πλένονται. Περιέργως δεν μυρίζουν καθόλου, ίσως εξαιτίας αυτής της φορεσιάς που τις περικλείει σαν κέλυφος σκληρυμένο από το χρόνο». Ο άνθρωπος που τα είπε όλα αυτά στον συγγραφέα είχε παραβρεθεί στον θάνατο μιας γριάς Σαρακατσάνας: «Δεν υπήρχε τρόπος να της βγάλουν τη χοντρή φορεσιά με τα γεωμετρικά σχέδια όπου ήταν κλεισμένη όπως σε κουκούλι, την έσκισαν λοιπόν με ένα μαχαίρι, και κείνοι που παράστεκαν έκαναν πίσω τρικλίζοντας, όπως οι θεατές στα εικονίσματα με την Ανάσταση του Λαζάρου». Αναφέρει επίσης ότι ποτέ ο σύζυγος δεν προσφωνεί τη γυναίκα του με το όνομά της και πρέπει να περάσουν αρκετά χρόνια, να γεννηθούν αρκετά παιδιά, για να ανταλλάξει το αντρόγυνο λίγες κουβέντες μπροστά σε άλλους.

Η δεύτερη στάση του Πάτρικ Λη Φέρμορ γίνεται στα Μετέωρα, στη Μονή Βαρλαάμ. Περιγράφει την ανάβαση μέσα σε ένα δίχτυ και συγκρίνει με τον παλαιότερο τρόπο: τον περασμένο αιώνα χρησιμοποιούσαν ένα σκοινί, ίσαμε το αντρίκειο μπράτσο. Κάποτε που ρώτησαν έναν παλαιό ηγούμενο κάθε πότε το αλλάζουν, εκείνος, όπως λένε, απάντησε: «Μόνο όταν κοπεί». Περιγράφει τις συζητήσεις γύρω από ένα λιτό τραπέζι, με μήλα, κατσικίσιο τυρί και φασολάδα. Η καλογερική είναι το κεντρικό θέμα και ο συγγραφέας δεν διστάζει να κάνει τις αξιολογήσεις του. «Ο μοναστικός βίος στην Ελλάδα, που, ιδίως στο Αγιον Ορος, ελάχιστα έχει αλλάξει από τους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου, δεν ασκεί μεγάλη έλξη σε μια γενιά που έχει γοητευτεί από τα επιτεύγματα της βιομηχανικής Δύσης».

Ενα άλλο κεφάλαιο του βιβλίου αφορά τις διακρίσεις που έχει ο «Ελληνας» από τον «Ρωμιό». Με οργανωμένο τρόπο προσπαθεί να χωρίσει σε πακετάκια τις αρετές και τα ελαττώματα που έχουν οι κάτοικοι της χώρας. Δύο πίνακες γεμάτες αξιολογήσεις ή και προκαταλήψεις. Ακολουθεί ένα κείμενο για την Κρήτη, όπου ο Πάτρικ Λη Φέρμορ έζησε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι αναμνήσεις του από τη φιλοξενία των ορεσίβιων αναμειγνύονται με προσωπική ανάλυση της κρητικής περηφάνιας. «Οι ελληνικές αρετές και τα ελαττώματα κάτω από πιο απότομα βουνά και πιο καυτό ήλιο φτάνουν στον παροξυσμό. Είναι η πιο ρωμαίικη περιοχή από όλες. Η τελευταία περιοχή που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι. Υπό άλλη έννοια είναι η λιγότερο ρωμαίικη. Η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρκων δύο αιώνες αργότερα από την υπόλοιπη Βυζαντινή Αυτοκρατορία».

Στα άλλα τμήματα του βιβλίου ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ψάχνει ένα ζευγάρι παπούτσια. Δεν είναι όποια κι όποια, είναι τα παντοφλάκια του Λόρδου Βύρωνα. Αναλαμβάνει να μεταφέρει το κουτί όπου φυλάσσονται στην Αγγλία. Θέλει να τα στείλει στη λαίδη Γουέντγουορθ ένας κάτοικος του Μεσολογγίου και ο συγγραφέας αναλαμβάνει χρέη διακομιστή. Η κάθε αναποδιά, η κάθε σύμπτωση, το κάθε μικρογεγονός αναδεικνύεται ως μια σημαντική σκηνή στα κείμενα του περιηγητή. Δεν αφήνει τίποτε ανεκμετάλλευτο, πόσω μάλλον η αφήγηση, η οποία αφορά ένα πρόσωπο που θαυμάζει.

Ο τόμος συμπληρώνεται με μία ακόμη διαδρομή με αφετηρία τη Ναύπακτο και ένα κείμενο όπου τόποι της Ελλάδας συσχετίζονται με ήχους: «Η Αρκαδία είναι το διπλό σουραύλι, η Αράχωβα το ντιντίνισμα από τις μπαγκέτες πάνω στις χορδές του σαντουριού». «Η Κρήτη είναι το ταίριασμα των στίχων πάνω στην τρίχορδη λύρα, ο αιφνίδιος κρότος της τουφεκιάς, ο ορυμαγδός της κατολίσθησης που εξαπέλυσε το πήδημα ενός αίγαγρου στα φαράγγια, το μουγκανητό του Μινώταυρου υπόκωφο μέσα στο Λαβύρινθο, το ριπίδι των παγωνόφτερων ανάμεσα στους αιματόχρωμους κίονες». (της Λ. Κέζα από το “Βήμα”)

Ρούμελη : ταξίδια στη Βόρεια Ελλάδα / Patrick Leigh Fermor, Αθήνα : Ωκεανίδα, 1991, 374σ. ; 21εκ.

  • Σχετικά με το άρθρο
2013 © Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας