ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ (ΜΕΡΚΟΣ) ΨΙΨΙΚΑΣ | Μεγάλος δωρητής δίσκων βινυλίου στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας

Ο Μέρκος Ψιψίκας γεννήθηκε στη Βέροια στις 12 Απριλίου 1925. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος Ψιψίκας και η Αικατερίνη Ψιψίκα, το γένος Σκούφια. Είχε επίσης δύο αδέλφια την Αναστασία (Κούλα) και τον Αθανάσιο.

Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση για τα γράμματα αλλά και για τις ξένες γλώσσες. Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο το 1943 και πέρασε μέσω των εξετάσεων στην Ιατρική σχολή Θεσσαλονίκης με πολύ καλή σειρά. Φοίτησε σε αυτήν για 2 περίπου έτη και οι σπουδές πήγαιναν πολύ καλά. Τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ δύσκολα, αφού υπήρχε ο εμφύλιος πόλεμος και φτώχεια. Τότε προκηρύχθηκε διαγωνισμός για πρόσληψη υπαλλήλων στην Αγροτική τράπεζα Ελλάδος. Ο Μέρκος συμμετείχε στις εξετάσεις και πέρασε μεταξύ των πρώτων.  Έτσι διέκοψε τις σπουδές του στην Ιατρική και εργάστηκε σαν υπάλληλος στην Α.Τ.Ε. Για 35 χρόνια και μάλιστα όλα αυτά τα χρόνια στο κατάστημα Βέροιας, δεν αποδέχθηκε προτάσεις για προαγωγή που του έγιναν από τις Κεντρικές Υπηρεσίες της ΑΤΕ σε άλλα μεγαλύτερης κατηγορίας καταστήματα της τράπεζας, αφού δεν θέλησε ποτέ από τη Βέροια.

Του άρεσε πολύ να κρατά αρχεία. Από τη σταδιοδρομία του στην τράπεζα (έγγραφα) μέχρι φωτογραφίες από εκδρομές και εκδηλώσεις, ειδικά μέσα στη Βέροια. Ακόμη έκανε λήψεις με μηχανή εκείνης της εποχής (δεκαετία ’60 και ’70). Ήταν επίσης φίλος του κινηματογράφου, ειδικά των κλασσικών ταινιών.

Ήταν συνδρομητής σε ξένα μουσικά περιοδικά και σε άλλα περιοδικά όπως τα ΕΠΙΚΑΙΡΑ, ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, ΧΡΟΝΙΚΑ. Παρακολουθούσε πάντα τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, μέσω των εφημερίδων. Επίσης του άρεσε να διαβάζει βιογραφίες σημαντικών για την ανθρωπότητα προσωπικοτήτων.

Ήταν πολύ κοινωνικός, είχε πολλές παρέες φίλων, συγγενών και συναδέλφων. Συμμετείχε σε πολλές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, ήταν όχι απλά φιλόξενος, αλλά και άριστος οικοδεσπότης αφού πάντα καλούσε και δεχόταν κόσμο στο σπίτι με κύριο σκοπό το άκουσμα αγαπημένων τραγουδιών. Δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε δική του οικογένεια. Όλα του τα χρόνια ζούσε με την αδελφή του και στην ίδια οικοδομή με την οικογένεια του αδελφού του.

Είχε δυο μεγάλα χόμπι τα ταξίδια και τη μουσική ή για να εκφράσουμε πιο σωστά την πραγματικότητα, ένα πάθος τη μουσική κι ένα χόμπι τα ταξίδια για ικανοποιεί καλύτερα το πάθος για τη μουσική και συγκεκριμένα τη συλλογή δίσκων βινυλίου. Έκανε πολλά ταξίδια σε όλη την Ευρώπη και της Η.Π.Α. Συνδυάζοντας γνωριμία με άλλες κουλτούρες, εξάσκηση των ξένων γλωσσών που γνώριζε (μόνος του έμαθε πολύ καλά ιταλικά, καλά αγγλικά και καλά γερμανικά) και φυσικά απόκτηση δίσκων βινυλίου ξένου ρεπερτορίου από ξένα δισκοπωλεία όπως το Bleecker Bob’s αλλά και παλιατζίδικα στη Νέα Υόρκη, όπως και στο Μιλάνο. Παρακολουθούσε την ξένη δισκογραφία μέσω των μουσικών περιοδικών BILLBOARD (Η.Π.Α.) και MUSICA (Ιταλία) των οποίων ήταν επί δεκαετίες συνδρομητής. Από τη ξένη δισκογραφία πλουσιότερη είναι η συλλογή του σε ιταλικά ελαφρά τραγούδια του μεταπολέμου, αλλά και όλων των επόμενων δεκαετιών. Ακολουθούν ισπανικά, αγγλικά, αμερικάνικα, ρωσικά, τσιγγάνικα, αργεντίνικα, γαλλικά, γερμανικά, βαλκανικά κ.ά. Εκτός από τραγούδια, η συλλογή είναι πλούσια σε τάνγκο, τζαζ, μπλουζ, ορχηστρική μουσική, κινηματογραφική μουσική, κλασσική μουσική, μπαλάντες κ.ά.

Εξέχουσα θέση στη συλλογή του, έχοντας την πλήρη δισκογραφική τους δουλειά έχουν καλλιτέχνες που ξεπέρασαν τα σύνορα της χώρας τους κι έκαναν διεθνή καριέρα, όπως οι : Milva, Imperio Argentina, Claudio Villa, Caterina Valente, Frank Sinatra, Louis Armstrong, Mahalia Jackson, Sarl Azvanour, Ella Fitzgerald, Sarah Vaugjan, Edith Piaf, Νανά Μούσχουρη, Julio Iglesias, Luciano Pavarotti, Enrio Morricone, και πάρα πολλοί άλλοι.

Παράλληλα με την ξένη δισκοθήκη που ολοένα μεγάλωνε από ελληνικά και ξένα δισκοπωλεία, το ίδιο, αλλά και με μεγαλύτερο πάθος ασχολήθηκε με την ελληνική δισκογραφία. Το πολυτιμότερο κομμάτι της συλλογής του είναι η ελληνική ελαφρά μουσική της εποχής του μεσοπολέμου και του μεταπολέμου. Ακολουθούν ελληνικά τραγούδια των επόμενων δεκαετιών πάλι εστιάζοντας στην ελαφρά μουσική.

Από την ελληνική δισκογραφία εξέχουσα θέση στη συλλογή του, έχοντας την πλήρη δισκογραφική τους δουλειά έχουν οι παλιοί καλλιτέχνες Σοφία Βέμπω, Νίκος Γούναρης, Τώνης Μαρούδας, Φώτης Πολυμέρης, Δανάη, Μαίρη Λω, Χάρις Αλεξίου, Γιώργος Νταλάρας αλλά και πολλοί νεότεροι. Σε ιδιαίτερα ξεχωριστή εκτίμηση είχε τις δημιουργίες του συνθέτη Μάνου Χατζηδάκι.

Εκτός όμως από λάτρης κάποιων συγκεκριμένων καλλιτεχνών μέσω της μουσικής τους, επεδίωξε και την προσωπική γνωριμία με τους ίδιους τους καλλιτέχνες όπως με την Milva, τον Claudio Villa, την Imperio Argentina. Με έλληνες όπως τη Δανάη και κυρίως με την Μαίρη Λω (την χαρακτηριζόμενη από ποιητή της εποχής του ’50-φωνή του σύγχρονου πάθους) υπήρχε επικοινωνία (τηλεφωνική και μέσω αλληλογραφίας) μέχρι το τέλος της ζωής του.

Εκτός από καλλιτέχνες, ο Μέρκος Ψιψίκας στην προσπάθειά του να αποκτήσει δίσκους και γνώσεις για τη δισκογραφία είχε αποκτήσει επικοινωνία με άλλους συλλέκτες  με τους οποίους αντάλλασσαν τραγούδια, αλλά και μουσικούς παραγωγούς όπως Γιώργος Παπαστεφάνου, Γιώργος Κατσαρός, Γιάννης Πετρίδης, Λευτέρης Κογκαλίδης κ.ά.

Για να μπορεί να ακούει υψηλής ποιότητας ήχο και να αναπαράγει τους δίσκους σε κασέτες αρχικά και μετέπειτα σε CDs, χρησιμοποιούσε πικάπ Thorens και κασετόφωνο Nakachimi, αλλά και ηχεία και ενισχυτές, γενικά ακουστικά συστήματα υψηλών προδιαγραφών. Στενοχωρήθηκε αρκετά με την έκρηξη των CDs, αφού όπως έλεγε, «χτύπησε εμάς, τους λάτρεις του βινυλίου» μιας που δεν ήταν πια τόσο εύκολο να αγοράζει βελόνες ή ακόμη και κεφαλή για το πικάπ του για να μπορεί να ακούει τα αγαπημένα του τραγούδια. Επίσης χαρακτήριζε τον ήχο των CDS «σκληρότερο» από αυτόν του βινυλίου. Συνήθιζε να ακούει σε αρκετά δυνατή ένταση ειδικά τα αγαπημένα του κομμάτια, όπως και όλη η γειτονιά μαζί του.

Έτσι, μετά από δεκαετίες κατάφερε να ικανοποιήσει σε αρκετά μεγάλο βαθμό το πάθος του για τη μουσική, αποκτώντας μια εξαιρετική συλλογή από περίπου 10.000 δίσκους βινυλίου 78, 45 & 33 στροφών και ορισμένοι από αυτούς εξαιρετικά σπάνιοι.

Όταν κάποτε ρωτήθηκε από πρόσωπο του πολύ στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος γιατί δεν κάνει εκπομπή σε κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό της Βέροιας για να μοιραστεί τη δισκοθήκη του και με άλλους ανθρώπους, απάντησε «αν ήμουν πιο νέος θα το έκανα». Το 2008 αποφάσισε να δωρίσει τη συλλογή του ώστε να μην είναι πια ιδιωτική. Παρακολουθώντας το έργο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Βέροιας επέλεξε να είναι αυτός ο αποδέκτης της δωρεάς, ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να αξιοποιήσει τη συλλογή δίσκων με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για την πόλη της Βέροιας και του πολίτες της.

Απεβίωσε στις 18 Ιουνίου 2009 σε ηλικία 84 ετών και μόλις δυο μήνες μετά τον θάνατο της αδελφής του.

Κείμενο: Κατερίνα Ψιψίκα

2013 © Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας