Alfred Hitchcock – ο μετρ της αγωνίας

Με την ευκαιρία του 3/ημερου κινηματογραφικού αφιερώματος στον μεγάλο βρετανό σκηνοθέτη, αδράχνουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε για το έργο του βιβλία που περιλαμβάνονται στη συλλογή της βιβλιοθήκης μας. Να ξεχωρίσουμε τις συζητήσεις του Χιτσκοκ με τον Φρανσουά Τρυφώ, καθώς και ένα βιβλίο μαγειρικής(!) με τις συνταγές των φαγητών που εμφανίζονται στις ταινίες του.

Αλφρεντ Χίτσκοκ : αρχιτέκτων της αγωνίας 1899-1980 / Paul Duncan, Αθήνα: Taschen ; Γνώση, 2004

Στην πρώτη περίοδο της κινηματογραφικής του καριέρας, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ συναντούσε μια μικρή παρέα φίλων με τους οποίους μοιραζόταν τα παράπονά του για τους ανθρώπους και τα τεκταινόμενα μέσα στην κινηματογραφική βιομηχανία. Αυτοαποκαλούνταν “Η Λέσχη του Μίσους”. Αυτός ήταν ένας ανεπίσημος τρόπος να εξωτερικεύουν τις απογοητεύσεις τους, αλλά κι ένας χρήσιμος τρόπος να μάθουν ο ένας από τον άλλον. […]

(από την εισαγωγή του βιβλίου)

…………………………………………………………….

Χίτσκοκ, Τρυφώ / Alfred Hitchcock, με τη συνεργασία της Helen Scott  Αθήνα : Ύψιλον/Βιβλία, 1986

Σήμερα σ’ ολόκληρο τον κόσμο θαυμάζουν το έργο του Άλφρεντ Χίτσκοκ, και οι νέοι που ανακαλύπτουν τώρα το “Rear Window” (“Σιωπηλός μάρτυς”), το “Vertigo” (“Δεσμώτης του ιλίγγου”) ή το “North by Northwest” (“Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων”), χάρη στις επανεκδόσεις, θα φαντάζονται πως αυτό συνέβαινε πάντοτε. Κι όμως δεν είναι έτσι. […]

Το 1962, ενώ βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη για να παρουσιάσω το “Ζυλ και Τζιμ”, συνειδητοποίησα πως κάθε δημοσιογράφος μου έκανε την ίδια ερώτηση: “Γιατί οι κριτικοί του περιοδικού “Cahiers du Cinema” παίρνουν τον Χίτσκοκ στα σοβαρά; Είναι πλούσιος, πετυχημένος, μα οι ταινίες του δεν έχουν ουσία”. Ένας από τους αμερικάνους κριτικούς, στον οποίο για μια ολόκληρη ώρα έπλεκα το εγκώμιο του “Σιωπηλού μάρτυρα”, μου απάντησε με το εξής απίστευτο: “Σας αρέσει ο “Σιωπηλός μάρτυς” γιατί δε ζείτε στη Νέα Υόρκη και δεν γνωρίζετε το Γκρίνουιτς Βίλατζ”. Του απάντησα: “Ο “Σιωπηλός μάρτυς” δεν είναι μια ταινία πάνω στο Βίλατζ. Είναι μια ταινία πάνω στον κινηματογράφο και τον κινηματογράφο τον γνωρίζω”.

Γύρισα στο Παρίσι προβληματισμένος.

Επειδή το παρελθόν μου ως κριτικού ήταν νωπό ακόμα, δεν είχα απαλλαγεί απ’ την επιθυμία να αποδείξω ποιος ήταν ο γεωμετρικός τόπος όλων των νεαρών συντακτών του “Cahiers du Cinema”. Σκέφτηκα τότε πως ο Χίτσκοκ, που η ιδιοφυία του περί τη δημοσιότητα μόνο με εκείνην του Νταλί θα μπορούσε να συγκριθεί, είχε πέσει τελικά στους κύκλους των αμερικάνων διανοούμενων θύμα τόσων ειρωνικών και ηθελημένα εξευτελιστικών συνεντεύξεων. […]

Αυτή είναι όλη η ιστορία του βιβλίου αυτού. […]

Όταν μαγνητοφωνούσα αυτές τις συζητήσεις, τον Αύγουστο του 1962 στη Γιουνιβέρσαλ Σίτυ, ο Χίτσκοκ τελείωνε το μοντάζ του “The Birds” (“Τα πουλιά”), της τεσσαρακοστής όγδοης ταινίας του. Χρειάστηκα τέσσερα χρόνια για την απομαγνητοφώνηση και κυρίως για τη συγκέντρωση των φωτογραφιών, πράγμα που με οδηγούσε να ρωτώ σε κάθε μας συνάντηση τον Χίτσκοκ ώστε να προσαρμόζω στα νέα δεδομένα το “Hitchbook”, όπως το ‘χα βαφτίσει. Έτσι, η πρώτη έκδοση, που κυκλοφόρησε το 1967, σταματά στην πεντηκοστή ταινία του, “Torn Curtain” (“Σχισμένο παραπέτασμα”). Στο τέλος αυτής της έκδοσης θα βρει κανείς ένα συμπλήρωμα, που περιέχει σημειώσεις πάνω στο “Topaz” (“Τοπάζ”), το “Frenzy” (“Φρενίτιδα”) (την τελευταία σχετική επιτυχία του), το “Family Plot” (“Οικογενειακή συνωμοσία”) και το “The Short Night” (“Σύντομη νύχτα”), μια ταινία που ετοίμαζε και ξαναδούλευε χωρίς διακοπή, λες και δεν συνέβαινε τίποτα, ενώ στο περιβάλλον του ήξεραν πως ήταν αδύνατο να γυρίσει την πεντηκοστή τέταρτη ταινία του, εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του και του ηθικού του. Στην περίπτωση ενός ανθρώπου όπως ο Χίτσκοκ, που έζησε ολοκληρωτικά από και για τη δουλειά του, η διακοπή της δραστηριότητάς του θα σήμαινε θάνατο. Το ήξερε, όλοι το ήξεραν, και γι’ αυτό τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν τόσο θλιβερά. […]

Ο άνθρωπος ήταν νεκρός, όχι όμως και ο κινηματογραφιστής, γιατί οι ταινίες του, έργα εκπληκτικής φροντίδας, απόλυτου πάθους και ασύλληπτης ευαισθησίας, που κρυβόταν πίσω από μια σπάνια τεχνική μαστοριά, δε θα πάψουν να κυκλοφορούν σ’ ολόκληρο τον κόσμο και να ανταγωνίζονται τις καινούργιες παραγωγές, προκαλώντας τη φθορά του χρόνου κι επαληθεύοντας αυτό που ο Ζαν Κοκτώ έλεγε για τον Προυστ: “Το έργο του εξακολουθούσε να ζει όπως τα ρολόγια στους καρπούς των νεκρών στρατιωτών”.

Φρανσουά Τρυφώ
(από τον πρόλογο της οριστικής γαλλικής έκδοσης, 1983)

Η σάλτσα ήταν σχεδόν τέλεια : 80 συνταγές από τον Alfred Hitchcock / Anne Martinetti, Francois Riviere, Αθήνα : Πατάκης, 2010  

Ο Alfred Hitchcock ήταν γιος ενός παντοπώλη χονδρικής του ανατολικού Λονδίνου, και ο ίδιος ένας bon vivant λάτρης του εκλεκτού φαγητού, όπως μαρτυρούν τόσο οι φωτογραφίες αυτού του θρυλικού σκηνοθέτη όσο και το περιεχόμενο των ταινιών του.
Από τα πρώτα αγγλικά έργα του έως τα αριστουργήματα της αμερικανικής περιόδου, “Μάρνι”, “Τα πουλιά”, “Οικογενειακή συνωμοσία”, ο Hitchcock δεν έπαψε να κάνει αναφορές στη γαστρονομία.
Ακόμα και η τελετουργία των γευμάτων συνδέεται συχνά με τη δράση της αφήγησης: όπως το περίφημο δείπνο στο σπίτι της μυθιστοριογράφου Σέντμπασκ στις “Υποψίες”, το οικογενειακό γεύμα στο “Νέος και αθώος”, το πικνίκ με θέα το Πριγκιπάτο του Μονακό στο “Κυνήγι του κλέφτη”, η μανία του αστυνομικού της “Φρενίτιδας” πάνω σ’ ένα πολύ ψημένο πουλερικό.
Οι βιογράφοι του πολύ λαίμαργου Alfred ανέφεραν συχνά την αγάπη του για την αστική γαλλική κουζίνα αλλά και για τα αγγλικά εθιμοτυπικά πιάτα (τις γλώσσες του Ντόβερ, τις “pies” κτλ.), καθώς και την αφοσίωσή του στα καλά εστιατόρια του Χόλλυγουντ: ιδιαίτερα το Chasen’ s και το Romanoff.
Αυτό το βιβλίο μπλέκει την αφήγηση, από τον Francοis Riviere, της ζωής και του έργου του Alfred Hitchcock από την άποψη των γήινων τροφών με τις συνταγές που βρήκε η Anne Martinetti σε σημαντικές σκηνές ταινιών, κατάλληλα αναμορφωμένες για να φτιάξετε μόνοι σας τα ωραία πιάτα του μετρ του σασπένς. Είναι οργανωμένο γεωγραφικά από το Λονδίνο ως τη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ, περνώντας από τη Νέα Υόρκη, μαζί με κάποια ταξίδια στον κόσμο.
Γαστρονομικά σουαρέ Hitchcock μεταξύ φίλων ενόψει!

  • Σχετικά με το άρθρο
γράφτηκε στις 18 Ιανουαρίου 2013
in Από τη συλλογή μας
2013 © Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας