Η απολογία του Λούσιο

b178730

 

Κι ωστόσο θα άξιζε περισσότερο αν ήμασταν σαν το μέσο άνθρωπο που βλέπουμε γύρω μας. Θα είχαμε, τουλάχιστον στο πνεύμα, ηρεμία και ειρήνη. Τώρα έχουμε μόνο το φως. Όμως το φως τυφλώνει τα μάτια… Είμαστε ολάκεροι αλκοόλ, σκέτο αλκοόλ! – είμαστε οινόπνευμα και εξατμιζόμαστε σ’ ένα φως που μας καίει!
» Γι’ αυτό εγώ αγαπώ το Παρίσι μου με τρελή αγάπη, για τη ζωντάνια αυτής της απέραντης πόλης, γι’ αυτή τη σημερινή ζωή, την καθημερινότητα. Ναι! Ναι! Σωστά το είπα, αγάπη τρελή – αγάπη απεριόριστη. Εγώ δεν ξέρω να νιώθω απλή στοργή. Οι αγάπες μου είναι πάντα βαθιά ερωτικές… Ποτέ δεν θα μπορούσα ν’ αγαπήσω μια γυναίκα για την ψυχή της – δηλαδή: για την ίδια. Θα τη λάτρευα για τον έρωτα που θα μου ξυπνούσε με τη μεγαλοδωρία της: για τα σταρένια δάχτυλα που θα έσφιγγαν τα δικά μου ένα ηλιόλουστο απόγευμα, για τη λεπτή χροιά της φωνής της, για το κοκκίνισμα στα μάγουλά της – τα γέλια της- το τρέξιμό της…
» Όχι, δεν μ’ εντυπωσιάζει ούτε η ομορφιά. Όχι, είναι κάτι άλλο πιο αόριστο – κάτι ανείπωτο, κάτι διάφανο: η ευγένεια. Μπορώ ν’ ανακαλύψω παντού την ευγένεια… Με πιάνει μια ανόητη λαχτάρα, μια σεξουαλική λαχτάρα να κατακτήσω φωνές, εκφράσεις, χαμόγελα, αρώματα και χρώματα!…

Maria de Sa-Carneiro  /  Η απολογία του Λούσιο
Αθήνα : Νήσος, 2012
167σ. ; 21εκ.

Mário_de_Sá-CarneiroΟ Mario De Sa-Carneiro γεννήθηκε στη Λισαβόνα το 1890 και πέθανε στο Παρίσι το 1916.
Ποιητής και μυθιστοριογράφος, ήταν ένας από τους πλέον γνωστούς της “Geracao d’ Orpheu” (“Γενιάς του Ορφέα”). Γόνος πλούσιας οικογένειας με δυνατή στρατιωτική παράδοση. Η μητέρα του πέθανε όταν ο Mario ήταν δύο ετών, κι έτσι τον μεγάλωσαν οι παππούδες του. Ζούσε σε μια φάρμα κοντά στη Λισαβόνα. Άρχισε να γράφει ποιήματα σε ηλικία 12 ετών. Στα 16 του είχε ήδη μεταφράσει Hugo, Goethe και Schiller. Μαθητής ακόμη, στο Λύκειο, άρχισε να γράφει ένα φανταστικό μυθιστόρημα. Το 1911 πήγε στην Coimbra να σπουδάσει Δίκαιο, αλλά δεν συνέχισε πέραν του πρώτου έτους. Εκεί συνάντησε τον Pessoa, που έγινε ο πιο στενός του φίλος και τον γνώρισε στην ομάδα των Μοντέρνων της Λισαβόνας. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι για σπουδές στη Σορβόννη, τις οποίες γρήγορα εγκατέλειψε. Έζησε ζωή μποέμ, περνώντας το χρόνο του μεταξύ θεάτρων και μπαρ. Ερωτεύτηκε μια πόρνη, γεγονός που τον δυσκόλεψε κοινωνικά. Μαζί με τους Pessoa και Negreiros, έγραψε για την περίφημη επιθεώρηση Orpheu, η οποία εισήγαγε το μοντερνισμό στην Πορτογαλία, αποτελώντας σταθμό στην πορτογαλική λογοτεχνία.
Υποφέροντας από κατάθλιψη, αντιμετωπίζοντας οικονομική κρίση και νιώθοντας απογοητευμένος από τη ζωή του, αυτοκτόνησε σε ηλικία 26 ετών, σ’ ένα ξενοδοχείο της Μονμάρτρης.
Λίγο πριν πεθάνει, έστειλε στον Pessoa τα αδημοσίευτα ποιήματα του, που δημοσιεύθηκαν το 1937, με τον τίτλο “Indicios de Oiro” (“Ενδείξεις Χρυσού”).

 

 

 

  • Σχετικά με το άρθρο
2013 © Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας